- μπαίγνιο
- το (Μ μπαίγνιο)περίγελος («με τα καμώματά του έγινε μπαίγνιο τού κόσμου»)νεοελλ.(για πρόσ.) αφελής άνθρωπος που εύκολα εξαπατάται, κορόιδο («ποιον λυπάσαι κι έχεις έγνοια τώρα πού 'πιες το κρασί; / τους ανθρώπους που'ναι μπαίγνια» Ζερβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παίγνιο* «παιχνίδι», με τροπή τού π σε μπ, πιθ. κατ' επίδρασιν τού εμπαίζω].
Dictionary of Greek. 2013.