μπαίγνιο

μπαίγνιο
το (Μ μπαίγνιο)
περίγελος («με τα καμώματά του έγινε μπαίγνιο τού κόσμου»)
νεοελλ.
(για πρόσ.) αφελής άνθρωπος που εύκολα εξαπατάται, κορόιδο («ποιον λυπάσαι κι έχεις έγνοια τώρα πού 'πιες το κρασί; / τους ανθρώπους που'ναι μπαίγνια» Ζερβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παίγνιο* «παιχνίδι», με τροπή τού π σε μπ, πιθ. κατ' επίδρασιν τού εμπαίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπερλίνα — I Ατιμωτική ποινή που χρησιμοποιήθηκε από τον Μεσαίωνα έως τον περασμένο αιώνα. Περιλάμβανε την έκθεση του κατάδικου στα μάτια του πλήθους, σε μία τοποθεσία που κι αυτή ονομαζόταν μ. Ο τρόπος εκτέλεσης της μ. ποίκιλλε κατά τόπο και χρόνο, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • (μ)παίγνιο — το κορόιδο, περίγελος: Έγινε το μπαίγνιο του χωριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γέλασμα — το 1. το γέλιο. 2. εξαπάτηση, πλάνη. 3. κορόιδο, μπαίγνιο, περίγελος: Ήταν το γέλασμα του σχολείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπερλίνα — η (λ. γερμ.) 1. παιχνίδι που παίζεται κυρίως σε φιλικές συγκεντρώσεις. 2. μτφ., κορόιδο, περίγελο, μπαίγνιο: Με έκαναν μπερλίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”